- τιμάορος
- τῑμάορος , τιμάοροςmasc/fem nom sgτιμάωρmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμάορος — ον, Α (δωρ. ασυναίρ. τ.) βλ. τιμωρός … Dictionary of Greek
τιμάορ' — τῑμάορα , τιμάορος neut nom/voc/acc pl τῑμάορε , τιμάορος masc/fem voc sg τιμάορα , τιμάωρ masc acc sg τιμάορι , τιμάωρ masc dat sg τιμάορε , τιμάωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμάορον — τῑμάορον , τιμάορος masc/fem acc sg τῑμάορον , τιμάορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ … Dictionary of Greek
τιμαόροις — τῑμαόροις , τιμάορος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαόρους — τῑμαόρους , τιμάορος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμάορα — τῑμάορα , τιμάορος neut nom/voc/acc pl τιμάωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)